-
1 συν-αθροίζω
συν-αθροίζω, versammeln; Ar. Lys. 585; οὐ συνήϑροισται στρατῷ, Eur. Rhes. 613; ξυναϑροῖσαι ἐπὶ τὲν πόλιν πάντας Ἕλληνάς τε καὶ βαρβά-ρους, Plat. Menex. 243 b; ἐὰν εἰς μίαν πόλιν συναϑροισϑῇ τὰ τῶν ἄλλων χρήματα, Rep. IV, 422 d; ξυναϑροισϑεῖσα εἰς ἓν δύναμις, Tim. 25 b;, Folgende. wie Pol. 3. 50, 3.
-
2 συναθροίζω
A gather together, assemble, esp. of soldiers, X.An.7.2.8, etc.;τὸ ναυτικόν Lys.2.34
;ἀγέλην Babr.124.8
;σ. ἐπὶ τὴν πόλιν.. Ἕλληνάς τε καὶ βαρβάρους Pl.Mx. 243b
:—[voice] Pass., X.An.6.5.30, Act.Ap.12.12.2 of things, gather into one mass,τὸ κάταγμα εἰς ἕν Ar.Lys. 585
(anap.); τὸ σῶμα ς. bring the body together, Pl.Ti. 44d:—[voice] Pass.,ἐὰν εἰς μίαν.. πόλιν.. συναθροισθῇ τὰ.. Χρήματα Id.R. 422d
; τούτων συνηθροισμένων to sum up, therefore, ib. 563d;σ. εἰς ἕν Id.Ti. 25b
; ;συνηθροισμένη τῇ πόλει δόξα Lycurg.110
;συνηθροισμένον πᾶν ἰσχυρόν Thphr.Ign.12
, cf. Vent.26;Χρόνῳ τὸ μῖσος -ηθροίσθη Phld.Piet.30
.3 of a single person, οὐ συνήθροισται στρατῷ has not joined the main army, E.Rh. 613.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συναθροίζω
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий